Καυσοκαλύβια

Καυσοκαλύβια
Συγκρότημα από 39 καλύβια (σκήτες) στα Ν της μονής της Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. Ιδρυτής τους θεωρείται ο όσιος Μάξιμος από τη Λάμψακο, που έζησε στις αρχές του 14ου αι. Ο Μάξιμος, επιθυμώντας να υποβάλλει τον εαυτό σε δοκιμασίες, έκαιγε την καλύβα του και πήγαινε σε άλλο μέρος, όπου έστηνε νέα. Γι’ αυτό ονομάστηκε επίσης Καυσοκαλυβίτης. Μεγάλη ακμή γνώρισαν τα Κ. τον 18o αι., κυρίως από το 1730, όταν βρέθηκε εκεί νερό και χτίστηκε το Κυριακόν. Το 1745 ιδρύθηκε και δεύτερο Κυριακόν. Στα Κ. υπάρχει βιβλιοθήκη, στην οποία φυλάσσονται μεταξύ άλλων και πολλοί κώδικες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ВЕЛИКАЯ ЛАВРА — Великая Лавра[греч. Μεγίστη Λαύρα τοῦ ἁγίου ᾿Αθανασίου], муж. общежительный, древнейший из существующих мон рей на горе Афон. Первоначально был посвящен Благовещению Божией Матери, в XV в. переименован в честь прп. Афанасия Афонского (ок. 925/30… …   Православная энциклопедия

  • νήφων — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ν.Β’. Πατριάρχης Κωνσταντινούπολης. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Αυγούστου. 2. Επίσκοπος Κωνσταντιανής. Ασκήτεψε στην Κωνσταντινούπολη και έγινε επίσκοπος Κωνσταντιανής, η οποία υπαγόταν στην… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • Ακάκιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιατρός (1ος αι. μ.Χ.). Είχε επινοήσει φάρμακο κατά της αιμόπτυσης. 2. Δάσκαλος της ρητορικής (4ος αι. μ.Χ.). Συγγραφέας του έργου Ωκύπους, που αποδόθηκε στον Λουκιανό. Σπούδασε στην Αθήνα αλλά καταγόταν από την… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάσαφ — I (Ανδρονίκειο Καισαρείας 1832 – Άγιον Όρος 1880).Μοναχός και ζωγράφος. Ίδρυσε στη σκήτη Καυσοκαλύβια αγιογραφική σχολή. Τα έργα του διαπνέονται από τις επιδράσεις της δυτικής και της ρωσικής τέχνης. Εκτός από τις αγιογραφίες ασχολήθηκε και με… …   Dictionary of Greek

  • Ρωμανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διάκονος στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Μαρτύρησε επί Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305) με απαγχονισμό. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Νοεμβρίου. 2. Άκμασε επί Μαξιμιανού (286 305).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”